Ευαγγελικά

Τα Ευαγγελικά μάς είναι γνωστά ως τα αιματηρά επεισόδια που συνέβησαν στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου του 1901 με αφορμή τη δημοσίευση στις 9 Σεπτεμβρίου 1901 από την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ των Ευαγγελίων μεταφρασμένων στη δημοτική γλώσσα από τον Αλέξανδρο Πάλλη.

 

Η μετάφραση του Ευαγγελίου

Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Πάλλης μεταφράζει σε δημοτική γλώσσα το Ευαγγέλιο με τον τίτλο Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο. Το έργο εκτυπώθηκε σε εργαστήριο της Αλεξάνδρειας το 1901 με έξοδα της βασίλισσας Όλγας και κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς. Ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση του Πάλλη, καθώς η Εκκλησία απαγόρευε τη μετάφραση ή παράφραση των πρωτότυπων κειμένων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και απειλούσε με την ποινή του αφορισμού όποιον επιχειρούσε να αποδώσει την Αγία Γραφή στην καθομιλουμένη.

 

Η δημοσίευση της μετάφρασης

Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή όταν η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1901 να δημοσιεύει τη μετάφραση του Πάλλη σε συνέχειες. Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης, φυσιογνωμία προοδευτική, έκρινε ότι είναι θεάρεστο έργο να φθάσει το Ευαγγέλιο σε κάθε ελληνικό σπίτι και να γίνει απολύτως αντιληπτό από κάθε Ορθόδοξο Έλληνα. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης ενήργησε έχοντας τη σύμφωνη γνώμη του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου για τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και τη συγκατάθεση του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Εμμανουήλ Ζολώτα.

 

Η αντίδραση των φοιτητών

Με την παρακίνηση καθηγητών τους, όπως οι «γλωσσαμύντορες» αντιδημοτικιστές, ακαδημαϊκοί Κόντος, Βάσης και Μιστριώτης, οι φοιτητές άρχισαν να κινητοποιούνται. Η εφημερίδα της εποχής ”Το Άστυ” ανέφερε σε σχέση με τους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής ότι το μεσημέρι της 2ας Νοεμβρίου «είχον συναθροισθή εις το αμφιθέατρον του Πανεπιστημίου» και «μετά μικράν συζήτησιν επί του ζητήματος της μεταφράσεως του Ευαγγελίου απεφάσισαν όπως μεταβώσιν εις την δημοσιεύσασαν αυτήν εφημερίδα εν σώματι και ζητήσουν την διακοπήν της δημοσιεύσεως. Αλλά μετά νεωτέραν σύσκεψιν εθεώρησαν καλόν να ενωθώσι και μετά φοιτητών των λοιπών σχολών και όλοι ομού να προβούν εις διαμαρτυρίαν προ των γραφείων των εφημερίδων, όσαι έγραψαν υπέρ της μεταφράσεως του Ευαγγελίου».

Η επίθεση κατά της εφημερίδας ”Ακρόπολις”

Τα πράγματα δεν έμειναν όμως στα πλαίσια εκείνων που συζητήθηκαν και οι φοιτητές δεν περιορίστηκαν στο αίτημά τους. Περίπου 500 φοιτητές εισέβαλαν στα γραφεία της Ακροπόλεως, στην οδό Σταδίου, απείλησαν όσους βρήκαν εκεί ότι «θα την πυρπολήσουν [...] και διά βροντωδών φωνών άλλοι από τα παράθυρα άλλοι από τους εξώστας των γραφείων και οι λοιποί από κάτω» έβριζαν τον Γαβριηλίδη, ο οποίος απουσίαζε. Έφτασε εγκαίρως εκεί, όμως, ο διευθυντής της Αστυνομίας Βούλτσος ο οποίος, εντελώς αυθαίρετα, τους διεβεβαίωσε ότι δεν θα συνεχιστεί η δημοσίευση της μετάφρασης.

Αλλά αυτή η δέσμευση του αρχηγού της Αστυνομίας δεν σήμαινε ότι η Ακρόπολις θα διέκοπτε τη δημοσίευση της Νέας Διαθήκης. Συνέχισε τη δημοσίευση, αλλά αυτό «ηρέθισε την πάλλουσαν εθνικού σθένους Νεολαίαν». Στις 20 Οκτωβρίου διακόπηκε η δημοσίευση της σειράς από την εφημερίδα. Στις 3 και 4 Νοεμβρίου το κέντρο της Αθήνας «επάλλετο», καθώς οι εκατοντάδες διαδηλωτές δεν απειλούσαν πλέον μόνο την εφημερίδα, αλλά έκαναν έκκληση στον Πατριάρχη Ιωακείμ να επέμβει στην κατάσταση και να αφορίσει τον Αλέξανδρο Πάλλη, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν την σύγκληση της Ιεράς Συνόδου «ίνα επιμεληθή της αποπομπής του Αρχιεπισκόπου».

 

Οι εφημερίδες της εποχής Εμπρός, Σκριπ και Καιροί κατέκριναν την Ακρόπολη και συστρατεύθηκαν με τους φοιτητές, μιλώντας για υποτιθέμενους κινδύνους τους οποίους αντιμετώπιζε το έθνος εξαιτίας της παράφρασης του Ευαγγελίου. Έτσι, στο δρόμο άρχισαν να κατεβαίνουν όχι μόνο φοιτητές αλλά και δάσκαλοι, παπάδες, βουλευτές, χωρικοί με εικόνες και εξαπτέρυγα, έτοιμοι να λιντσάρουν τους εχθρούς της «γλώσσας των προγόνων» μας.

 

Η γενίκευση της εξέγερσης

Το ζήτημα αρχίζει να παίρνει άλλη τροπή. Δεν ήταν πλέον γλωσσικό ή έστω θρησκευτικό θέμα, αλλά είχε αναδειχθεί σε πολιτικό θέμα «εθνικών διατάσεων». Υποδαυλίζονταν τα πνεύματα με απόψεις όπως ότι η μετάφραση του Ευαγγελίου ήταν έργο των «εχθρών της πατρίδος» και ότι η αιτία ήταν ο «σλαβικός κίνδυνος». Έτσι, δεν άργησαν τα πράγματα να εξελιχθούν σε τραγωδία.

Όταν κάποιοι «εν εθνική μέθη τελούντες» επιχείρησαν να παραβιάσουν την πύλη της Βουλής και να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη, και άλλοι θέλησαν να καταλάβουν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής «διά να φρονηματίσουν» τον Αρχιεπίσκοπο, η Χωροφυλακή —καθώς δεν υπήρχε Αστυνομία τότε —άσκησε βία στους διαδηλωτές. Τα επεισόδια έλαβαν μεγάλες διαστάσεις.

Στις 7 Νοεμβρίου μια ογκώδης και οχλοκρατική συγκέντρωση στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, την οποία συγκάλεσαν αυτόκλητοι «γλωσσαμύντορες» και πολιτικάντηδες της ομάδας Δηλιγιάννη, κατέληξε σε φονικό. Οι χωροφύλακες, χάνοντας τον έλεγχο της κατάστασης, πυροβόλησαν στο πλήθος όταν κάποιοι, παρακινούμενοι από το υβρεολόγιο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, άρχισαν να κινούνται προς την Αρχιεπισκοπή.